- ψυχομαχεῖν
- ψῡχομαχεῖν , ψυχομαχέωfight to the last gasppres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψυχομαχώ — ψυχομαχῶ, έω, ΝΜΑ, και ψυχομαχάω Ν είμαι ετοιμοθάνατος, πνέω τα λοίσθια, ψυχορραγώ (α. «ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γη τόνε τρομάσσει», δημ. τραγούδι β. «πάτερ, ὡς λέγουν, ἐκ παντὸς ψυχομαχεῑ ἀδελφός μου», Πρόδρ. γ. «τινὰς μὲν δικαίους ψυχομαχοῡντας … Dictionary of Greek